βούλημα

βούλημα
βούλημα, ατος, τό (Aristoph., Pla. et al.; Epict.; SIG 799, 12; pap, LXX, EpArist, Philo; Jos., Ant. 1, 278; Just.; Tat. 7, 2) intention τὸ ἀκέραιον αὐτῶν β. their pure purpose 1 Cl 21:7; τὸ β. τῶν ἐθνῶν what the gentiles desire to do 1 Pt 4:3 (v.l. θέλημα); κωλύειν τινὰ τοῦ β. hinder someone in an intention Ac 27:43. Of God’s will (Cornutus 16 p. 22, 2 β. τῶν θεῶν; Philo, Mos. 1, 287 τοῦ θεοῦ β.; Jos., Ant. 2, 304; Just., D. 103, 3; Tat. 7, 2) Ro 9:19; 1 Cl 23:5; 33:3. τὸ παντοκρατορικὸν β. αὐτοῦ 8:5; τὸ μακρόθυμον αὐτοῦ β. 19:3.—DELG s.v. βούλομαι. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βούλημα — βούλημα, το (AM) [βούλομαι] μσν. συμβουλή αρχ. 1. σκοπός, πρόθεση 2. συναίνεση …   Dictionary of Greek

  • βούλημα — purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλημα — το (ψυχολ.) 1. η θέληση, κάθε απόφαση που παίρνει κανείς ύστερα από σκέψη, η βουλητική πράξη. 2. η πρόθεση, ο σκοπός: Το βούλημά του ήταν να σπουδάσει στο εξωτερικό, μα δεν πρόλαβε, γιατί πέθανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούλημ' — βούλημα , βούλημα purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλημάτων — βούλημα purpose neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήμασι — βούλημα purpose neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήμασιν — βούλημα purpose neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήματα — βούλημα purpose neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήματι — βούλημα purpose neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήματος — βούλημα purpose neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВОЛЯ — (лат. voluntas, англ. will, ит. volonta, нем. Wille, фр. volonte) специфическая способность или сила, не вполне тождественная разуму или отличная от него. В истории европейской философии понятие В. имело два основных значения: 1) способность… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”